- λυκίσκος
- Κοινή ονομασία των δικοτυλήδονων φυτών του είδους Humulus lupulus, της οικογένειας των κανναβινιδών. Είναι πολυετής αναρριχώμενη πόα με κληματώδεις, γωνιώδεις βλαστούς, που ανανεώνονται κάθε χρόνο και φτάνουν σε μήκος τα 5-10 μ. Έχει καρδιοειδή και πριονωτά φύλλα, τα οποία είναι τραχιά στην επάνω επιφάνεια. Ο λ. είναι δίοικο φυτό με άρρενα άνθη κατά φοβοειδείς βότρυς και θήλεα κατά ωοειδείς πρασινοκίτρινους κρεμαστούς στροβίλους ή κώνους· οι τελευταίοι φέρουν πολυάριθμους αδένες, από τους οποίους εκκρίνεται η λυκισκίνη, ουσία με δυνατό άρωμα και πικρή γεύση. Είναι αυτοφυές σε όλη την Ευρώπη.
Οι στροβιλοειδείς ταξιανθίες χρησιμοποιούνται στην παρασκευή μπίρας, στην οποία προσδίδουν το γνωστό ευχάριστο και αρωματικό πίκρισμα. Ο λ. καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα, κυρίως στην κεντρική Ευρώπη. Οι κώνοι συλλέγονται στην αρχή της ωρίμανσης, συνήθως μεταξύ Αυγούστου και Οκτωβρίου. Ο λ. συναντάται αυτοφυής σε δροσερές περιοχές σχεδόν σε όλη την Ελλάδα και είναι γνωστός ως αγριόκλημα. Καλλιεργείται επίσης σε διάφορες περιοχές της χώρας και κυρίως στην Ήπειρο, όπου παράγεται το 80% του συνολικού λ. της Ελλάδας. Στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης χρησιμοποιούν τους νεαρούς βλαστούς και τα φύλλα για να αρωματίζουν φαγητά και σαλάτες, όπως επίσης και για χορτονομή.
Οι ταξιανθίες του λυκίσκου χρησιμοποιούνται στην παρασκευή της μπίρας, στην οποία προσδίδουν τη χαρακτηριστική πικρή γεύση.
* * *ο (Α λυκίσκος) [λύκος]νεοελλ.βοτ. κοινή ονομασία τού γένους αγγειόσπερμων φυτών δικότυλων φυτών humulus που ανήκουν στην οικογένεια κανναβίδες, οι κώνοι ενός είδους τού οποίου χρησιμοποιούνται στη ζυθοποιία και στη φαρμακοποιίααρχ.1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον ἢ ἄνοδος δόματος».
Dictionary of Greek. 2013.